ἀκολουθήσεις

ἀκολουθήσεις
ἀκολούθησις
following
fem nom/voc pl (attic epic)
ἀκολούθησις
following
fem nom/acc pl (attic)
ἀκολουθέω
follow
aor subj act 2nd sg (epic)
ἀκολουθέω
follow
fut ind act 2nd sg
ἀ̱κολουθήσεις , ἀκολουθέω
follow
futperf ind act 2nd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αναγκάζω — ασα, άστηκα, ασμένος, επιβάλλω κάτι με τη βία, πιέζω: Δε σε ανάγκασε κανένας να ακολουθήσεις αυτό το επάγγελμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανισόπεδος — η, ο αυτός που δεν είναι ισόπεδος: Για να πας στο χωριό θα ακολουθήσεις μια ανισόπεδη διάβαση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οδός — η 1. δρόμος. 2. μέθοδος, τρόπος ενέργειας, μέσο: Πρέπει να ακολουθήσεις τη νόμιμη οδό για τη λύση του προβλήματός σου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”